Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2017

ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ ο Πάριος(680 π.Χ., Πάρος - 645 π.Χ., Πάρος - Κυκλάδες)


ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ-(680 π.Χ., Πάρος - 645 π.Χ., Πάρος - Κυκλάδες)
O Αρχίλοχος ήταν αρχαίος λυρικός ποιητής. Συνέθεσε ελεγείες, ύμνους και ποιήματα σε ιαμβικό και τροχαϊκό μέτρο. Θεωρείται ο δημιουργός του λόγιου ιάμβου και της χρήσης του με σκοπό τη σάτιρα.

Δεν ονειρεύομαι χρήματα ή αξιώματα (22D.-Β.)
Ούτε που νοιάζομαι για όλο τού Γύγη το χρυσάφι.
ούτε και που το ζήλεψα ποτέ. δεν δυσανασχετώ
με των θεών τα έργα, ούτε κι ορέγομαι οφίκια κι εξουσίες.
Είναι τόσο μακριά όλ’ αυτά απ’ τα δικά μου μάτια.
ΣΧΟΛΙΑ: Εδώ ο Αρχίλοχος εκφράζει τη μεγαλειώδη σοφία τής αυτάρκειας. Δεν τον συ-γκινούν τα πλούτη και η δόξα τών αξιωμάτων. Και «δεν τα βάζει» με τα έργα τών θεών.



Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2017

Γιώργος Κοντογιώργης

Το κράτος του Καποδίστρια





Γιώργος Κοντογιώργης,
Το κράτος του Καποδίστρια[1]



1. Από τις πρώτες ενέργειες του Καποδίστρια μόλις ήρθε στην Ελλάδα, στις 8.1.1828, ήταν να ζητήσει από τη Βουλή -που προήλθε από την Γ' Εθνοσυνέλευση της Τροιζίνας (19.3 - 5.5. 1827) και η οποία τον εξέλεξε με επταετή θητεία-, την αναστολή του Πολιτικού Συντάγματος, επειδή "αι δειναί της πατρίδος περιστάσεις και η διάρκεια του πολέμου δεν εσυγχώρησαν ούτε συγχωρούσι την ενέργειαν" αυτού, ως περιέχοντος, όπως θα πει σε άλλη περίσταση, "απάσας τας δημοκρατικάς αρχάς των επαναστατών του 1793".
Στην πραγματικότητα το Σύνταγμα της Τροιζίνας ελάχιστη σχέση είχε με το Σύνταγμα των Γάλλων επαναστατών, υπό την έννοια ότι εδραζόταν στην πολιτική κυριαρχία των πόλεων/κοινών (προνοούσε μόνον για μια σκιώδη κεντρική κυβέρνηση, η οποία επιπλέον τελούσε υπό την πλήρη εξουσία της βουλής), και όχι στο πολιτικά κυρίαρχο κεντρικό κράτος του Συντάγματος του 1793. Σημασία έχει, εντούτοις, να συγκρατήσουμε εξαρχής ότι ο Καποδίστριας δεν δηλώνει αντίθετος επί της αρχής στα συντάγματα αυτά, αλλά στην εφαρμογή τους, σε μια στιγμή που η επανάσταση διαρκεί ακόμη, που ούτε κράτος υπάρχει ούτε και η ελληνική υπόθεση της ανεξαρτησίας έχει κριθεί και οι Δυνάμεις της εποχής εχθρεύονται απολύτως τις ιδέες τους. Σημειώνουμε, επίσης, ότι η αντίρρηση του Καποδίστρια συνοδεύεται από την επισήμανση πως η ενέργειά του αυτή είναιπροσωρινή, "έως της συγκροτήσεως της (νέας) Εθνικής Συνελεύσεως" που ορίσθηκε να συνέλθει 2,5 μήνες αργότερα, τον Απρίλιο 1828.
Το προσωρινό πολιτειακό σχήμα που ενέκρινε η Βουλή, με εισήγηση του Καποδίστρια, προέβλεπε την κατάργησή της και την σύσταση ενός κεντρικού εξουσιαστικού συμβουλίου από 27 μέλη, του Πανελληνίου, που θα συμπαρίσταται στον Κυβερνήτη, με γνωμοδοτική βασικά και νομοπαρασκευαστική αρμοδιότητα. Οι πράξεις του Κυβερνήτη για να είναι έγκυρες, έπρεπε να είναι "θεμελιωμένες επάνω εις τας εγγράφους αναφοράς του Πανελληνίου ή των τμημάτων του".
Παράλληλα ο Καποδίστριας οργάνωσε διοικητικά την χώρα σε (επάλληλα) τμήματα, που εδραζόταν στο σύστημα των κοινών: Κάθε τμήμα διαιρείται "εις τας εξ ων σύγκειται επαρχίας και αύται πάλιν εις πόλεις, κώμας και χωρία".
Τούτο δηλώνει ότι επιλέγεται η αρχή της τοπικής και περιφερειακής πολιτειακής αυτονομίας, που ανάγεται στο ελληνικό παρελθόν της κοσμόπολης, όχι της διοικητικής αποκέντρωσης ή αυτοδιοίκησης, που αναπέμπει στο εξερχόμενο από τη φεουδαρχία πολιτικά κυρίαρχο κεντρικό κράτος. Καθεμία από τις βαθμίδες αυτές της πολεοτικής αυτονομίας διαθέτει ίδιον σύστημα διακυβέρνησης: οι δημογέροντες, στα πρωτοβάθμια κοινά, εκλέγονται με καθολική ψήφο, από τους πολίτες άνω των 25 ετών, ενώ στο επίπεδο της επαρχίας, η διοίκηση ασκείται από συλλογικό σώμα αντιπροσώπων των κοινών. Τα κοινά, "εξακολουθούν την ενέργειαν των χρεών των, ως και πρότερον" -διαθέτουν τις ίδιες αρμοδιότητες όπως πριν, τις οποίες ασκούν σύμφωνα με τους "άχρι τούδε κανόνας".
Στις αρμοδιότητες αυτές, επομένως, περιλαμβάνονται αφενός οι εσωτερικές υποθέσεις του κοινού και αφετέρου, η άσκηση των αρμοδιοτήτων που συνάδουν με την κεντρική εξουσία. Ανάμεσα σ'αυτές, η πλέον συμβολική, για την αναγωγή τους στο σύστημα των κοινών, αλλά και ουσιώδης, η οποία κρίνει την φύση του (προσωρινού) πολιτειακού συστήματος που επέλεξε ο Κυβερνήτης, είναι η άσκηση της δημοσιονομικής και, γενικότερα, της δημοσιο-οικονομικής αρμοδιότητας, η οποία δηλώνεται ρητώς ότι ανήκει στα κοινά. Τα κοινά, θα πει, είναι οι φορείς "δι'ών γίνεται η ενέργεια της δημοσίου οικονομίας", υπό την εποπτεία της επαρχιακής δημογεροντίας.
Η κεντρική κυβέρνηση παρίσταται στην επαρχιακή "δημογεροντία" δια του "εκτάκτου επιτρόπου", ο οποίος, στο μεταβατικό στάδιο, είναι επιφορτισμένος με την υποβοήθηση του έργου της ανασυγκρότησης του συστήματος των κοινών και, περαιτέρω, με την άσκηση αρμοδιοτήτων "έννομης επιστασίας" κατά τη λειτουργία τους και την εφαρμογή της νομιμότητας. Στις ειδικότερες πρόνοιες, που θα εισαγάγει ο Καποδίστριας, είναι προφανής η μέριμνά του να επαναφέρει την πολιτειακή ισορροπία στο εσωτερικό των κοινών, που ανέτρεψαν οι συνθήκες της επανάστασης, υπέρ της προεστικής τάξης. Μέριμνα, που κατέτεινε ουσιαστικά, στην επαναφορά του λαού στα πράγματα των κοινών και στην εγγραφή των τελευταίων στο γενικότερο πολιτειακό γίγνεσθαι του κράτους. Και τούτο διότι, σε αντίθεση με ότι συνέβαινε ως επί το πλείστον κατά την προ-επαναστατική περίοδο, η αυτονόμηση της προεστικής τάξης και η ιδιοποίηση της εξουσίας των κοινών από αυτήν, στη διάρκεια επανάστασης, εκδηλώθηκε εφεξής με την άρνησή της να εναρμονισθεί με το διατακτικό της εθνικής πολιτείας. Ακραίες εκδηλώσεις του φαινομένου αυτού αποτελούν οι περιπτώσεις των Υδραίων και των Μανιατών. Η προεστική τάξη θα αντιταχθεί στην απόφαση του Κυβερνήτη να αναλάβει το κέντρο μέρος των δημοσίων προσόδων ή να ελέγξει τον τρόπο της διαχείρισής τους από αυτήν. Ορισμένοι μάλιστα θα φθάσουν μέχρι του σημείου να αξιώσουν αποζημίωση για τις απώλειες που υπέστησαν λόγω της συμμετοχής τους στην επανάσταση.
Έχει ενδιαφέρον, μάλιστα, ότι η μερίδα της προεστικής αυτής τάξης, που εκπροσωπείτο στο Πανελλήνιο, προκειμένου να εμποδίσει την επανείσοδο του λαού στην πολιτεία των κοινών, θα επικαλεσθεί το επιχείρημα του "εξευρωπαϊσμού" της χώρας, αξιώνοντας από τον Καποδίστρια να καταργήσει την καθολική ψήφο (στην Αγγλία τότε κατείχε το δικαίωμα ψήφου μόλις το 7% των ανδρών). Στην αξίωση αυτή ο Κυβερνήτης θα διακρίνει "μιαν ανίκητον δυσκολίαν", η οποία συνίσταται "εις το ότι δεν έχω την δύναμιν να κάμω ένα νόμον, ο οποίος θέτει όρους εις το δικαίωμα της ψήφου. Δικαίωμα, το οποίον ο ελληνικός λαός δοξάζει, ότι μετεχειρίσθη έως σήμερον χωρίς περιορισμόν". Όπως θα επισημάνει ο τότε αντι-πρέσβης της Ρωσίας στην Ελλάδα, "οι κοτζαμπάσηδες αυτοί "χρησιμοποιούντες τα φιλελευθέρας αρχάς ως μέσον διαιωνίσεως της επιρροής των", εστράφησαν με μίσος κατά του Κυβερνήτη, "καθόσον απαγορεύει τας αρπαγάς, τιμωρεί τους ενόχους και προστατεύει τους καταπιεζομένους…".
Η αποτυχία του Καποδίστρια να αντιμετωπίσει τη στασιαστική, συχνά, αντιπολίτευση της προεστικής τάξης, θα τον οδηγήσει στην επιλογή της καθαρής διοικητικής αποκέντρωσης. Μέσω της Δ' Εθνικής Συνέλευσης και στη συνέχεια με Ψήφισμα του 1830, θα αποφασισθεί όπως "μέχρι την έκδοση του (νέου) εκλογικού νόμου, το συμβούλιο των δημογερόντων "θέλει διορίζεσθαι από την κυβέρνησιν εκλεγόμενο από τον κατάλογο πολιτών, τον οποίον θέλει προβάλει εις αυτήν αι τοπικαί αρχαί, και των οποίων τον αριθμόν θέλει διπλασιάσει η Γερουσία". Συγχρόνως, επιχειρεί να οργανώσει και να ελέγξει τα δημόσια οικονομικά από το κέντρο, πράγμα που έθιγε καταφανώς τα αυθαίρετα ή μη προνόμια της προεστικής τάξης. Εφεξής οι τοπικοί πόροι αποφασίζεται να εισάγονται "εις το εθνικόν ταμείον… και η κυβέρνησις (να) τους δαπανά όταν και όπως εγκρίνει εις τας ανάγκας εκάστης των επαρχιών, χρείας δε τυχούσης, (να) έχει το δικαίωμα να τους εξοδεύει και εις τας κοινάς του έθνους ανάγκας".
Αξίζει να προσεχθεί η διαδρομή της προεστικής τάξης: από τα συντάγματα που αναπαρήγαν αυθεντικά το σύστημα των κοινών, την πολιτεία των οποίων είχαν οικειοποιηθεί, στη διάρκεια της επανάστασης, θα οδηγηθεί στην άκαμπτη υπεράσπιση μιας εκδοχής τους, αυτής που προέκυψε από την ανατροπή των εσωτερικών τους ισορροπιών στη διάρκεια της επανάστασης. Συγχρόνως, θα θεωρήσει απολύτως συμβατό με τα συμφέροντά της το "συνταγματικό" επιχείρημα της ευρωπαϊκής μετα-φεουδαλικής ορθοταξίας, πριν προσχωρήσει εξολοκλήρου, στο τέλος, στη βαυαρική απολυταρχία. Η τελευταία, ως κρατική δεσποτεία, προέκρινε τον ολοσχερή εγκιβωτισμό της κοινωνίας των πολιτών στην ιδιωτική σφαίρα και την αποκλειστική ιδιοποίηση της πολιτικής από τη νέα, καταφανώς χειρότερη, εκδοχή του "κοτζαμπασιδισμού", τη βουλευτοκρατία.
2. Από τα ανωτέρω ολίγα προκύπτει νομίζω αβίαστα ότι ο Καποδίστριας είχε κατά νουν ένα κράτος, το οποίο εγγραφόταν στο ιστορικό κεκτημένο της ελληνικής οικουμενικής κοσμόπολης, που συγκέντρωνε άλλωστε την ομοθυμία των προεπαναστατικών Ελλήνων. Ένα κράτος που δεν ενσάρκωνε μονοσήμαντα το πολιτειακό σύστημα, αλλά το επιμέριζε ανάμεσα στην κεντρική κυβέρνηση και στα κοινά, αφενός και αφετέρου ανάμεσα στην κοινωνία των πολιτών, συγκροτημένη σε δήμο, στο πλαίσιο των κοινών, και στην αναφορική στο κοινό συμφέρον κεντρική πολιτική εξουσία. Στο πρόσωπο του Καποδίστρια παίχθηκε η τελευταία πράξη του διακυβεύματος της οικουμενικής κοσμόπολης, δηλαδή της προοπτικής ενός κράτους που θα ήταν ικανό να ενσαρκώσει το ανθρωποκεντρικό κεκτημένο του ελληνισμού και να το αντιτείνει στην ανερχόμενη ευρωπαϊκή απολυταρχία και, αργότερα, στο πρωτο-ανθρωποκεντρικό κράτος έθνος.
Τις ιδέες αυτές ο Καποδίστριας, που είδαμε να επιχειρεί να εφαρμόσει κατά μικρόν ως υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας και στο επίπεδο της ευρωπαϊκής Ηπείρου, γνώριζε καλώς ότι όφειλε να τις συγκεράσει με το κυρίαρχο ρεύμα της κρατικής δεσποτείας ή απολυταρχίας της εποχής. Γι' αυτό και στα έγγραφά του προς τη Βουλή, το Πανελλήνιο και τους λοιπούς παράγοντες του τόπου, δεν έπαυε να επισημαίνει τους κινδύνους που εγκυμονούσε για την Ελλάδα η πρόωρη προώθηση μιας οριστικής πολιτειακής ρύθμισης πριν αποφασισθεί η ανεξαρτησία της από τις Δυνάμεις της ευρωπαϊκής δεσποτείας: "…χρεωστείτε να θεωρήσετε σπουδαίως την εσωτερικήν διοίκησιν…. ότι αυτή δεν… είναι δυνατόν να κανονισθεί δια συνταγματικών και μονίμων νόμων, ειμή όταν η τύχη της Ελλάδος αποφασισθεί οριστικώς…". Ο Ν.Σπηλιάδης στα Απομνημονεύματά του γίνεται σαφέστερος όταν λέει ότι "ο Καποδίστριας γνωρίζων τους βασιλείς [της απολυταρχικής Ευρώπης], εξεύρει ότι δεν εμπορεί η Ελλάς να κυβερνάται δημοκρατικώς, ότε [όταν] από αυτούς περιμένει την σωτηρίαν της. Εξεύρει ότι αυτοί δεν θέλουν να υπάρξει εις κανέν μέρος του κόσμου δημοκρατία, και μ'όλον ότι δημοκρατικότατος και τον νουν και την καρδίαν, νομίζει χρέος του ιερόν να δείξει εις τους βασιλείς, …. ότι οι Έλληνες δεν θέλουν κυβερνάσθαι δημοκρατικώς….".
Μια άλλη διάσταση του ελληνικού ζητήματος, που συνέχεται άρρηκτα με το εσωτερικό σύστημα της χώρας, και μαζί με τη μοίρα του Καποδίστρια, συνδέεται με το μέγεθος και, συγκεκριμένα, με τη δυνατότητά του να ανταποκριθεί και να διαχειρισθεί τη φιλοδοξία του ελληνισμού της εποχής. Ήδη, από πολύ νωρίς, αλλά και μέχρι τέλους η υπόθεση του ελληνισμού συνδέθηκε άρρηκτα με την επίλυση του Ανατολικού ζητήματος. Η απόρριψη της ελληνικής επανάστασης αρχικά και στη συνέχεια η επιλογή του μικρού, μη αυτάρκους και θεσμικά εξαρτημένου κράτους, από τις Δυνάμεις, ήταν απολύτως συνυφασμένο με τις βλέψεις τους στην Ανατολή. Με πολλή αγωνία οι τοπικοί απεσταλμένοι των Δυνάμεων διέκριναν, ακόμη και στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, τον κίνδυνο ο ελληνισμός να οικειοποιηθεί την οθωμανική αυτοκρατορία και να αποτελέσει ανάχωμα στις επεκτατικές τους βλέψεις. Όπως γράφει ένα από αυτούς, "Ο καταμερισμός της απεράντου [οθωμανικής] αυτοκρατορίας εις πολλά ανεξάρτητα κράτη, θα ήτο προτιμότερον δια την Ευρώπην παρά να αφεθεί η ελληνική φυλή να επεκταθεί, να κυριαρχήσει παντού, και να αποτελέσει απέραντον ελληνικήν αυτοκρατορίαν, πολύ μεγάλην εν σχέσει με τα Δυνάμεις της Ευρώπης. Είναι το όνειρον της φυλής αυτής. [Και] θα το επιτύχωσιν με τον καιρόν διότι μεταξύ αυτών και των τούρκων το μέλλον δεν είναι αμφίβολον. Θα είναι ανυπόμονοι αφότου δεν θα έχωσιν ανάγκην της υποστηρίξεως των Ευρωπαίων…." (Derrasse, Λάρνακα, 1859).
Στην οπτική αυτή της επίλυσης του Ανατολικού ζητήματος θα προσχωρήσει το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα και η Ρωσία, η οποία μάλιστα, αργότερα, υπό το σοσιαλιστικό της καθεστώς, θα υπονομεύσει ακόμη και το εγχείρημα που προέκυψε από τη συνθήκη των Σεβρών. Την περίοδο αυτή, που η Ρωσία θα εγκαταλείψει το ελληνικό σχέδιο για την επίλυση του Ανατολικού ζητήματος και θα στραφεί στον Πανσλαβισμό -υποστηρίζοντας τους βαλκανικούς εθνικισμούς-, ο Ντοστογέφσκυ, σε άρθρο του, αφού διαλογίζεται για το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει η Ρωσία για τον εκσυγχρονισμό της -τον γερμανικό ή τον ελληνικό- αποφαίνεται ότι αυτός που της αρμόζει είναι ο από κάθε άποψη ανώτερος ελληνικός δρόμος. Όμως θα υπογραμμίσει με έμφαση ότι "αργά ή γρήγορα η Κωνσταντινούπολη πρέπει να γίνει δική μας [της Ρωσίας], αφού πέρασε πια ο καιρός όπου οι Γραικοί, λαός απείρως λεπτότερος από τους χοντροκομένους Γερμανούς, λαός με ασυγκρίτως περισσότερα κοινά στοιχεία από ό,τι οι εντελώς ανόμιοί μας Γερμανοί, λαός πολυπληθής και αφοσιωμένος, [….θα μπορούσαν να έχουν] επικρατήσει στα πολιτικά πράγματα της Ρωσίας". Το να αφήσουμε…. ένα τόσο σημαντικό σημείο της οικουμένης [στους Έλληνες]…είναι πλέον αδύνατον".
Κλείνω με μια μόνο διαπίστωση: η στροφή αυτή της ρωσικής πολιτικής και η απομάκρυνσή της από την Ελλάδα, δεν κόστισε απλώς στην ελληνική χώρα. Την πλήρωσε με ασύμμετρο κόστος και η Ρωσία, η οποία όχι μόνον δεν κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη, όπως σχεδίαζε ακόμη στο τέλος του 19ου αιώνα, αλλά συνέβαλε τα μέγιστα στη δημιουργία ενός μείζονος αντιπάλου στο ζωτικό μαλακό της υπογάστριο.
Με την επισήμανση της ιστορικής αυτής μαρτυρίας, που αναδεικνύει το εσωτερικό και το εξωτερικό περιβάλλον, με το οποίο είχε να αντιπαλέψει ο Καποδίστριας, ως κυβερνήτης της Ελλάδας, θέλω να υπαινιχθώ, επ'ευκαιρία, μια εξόχως σημαντική γεωπολιτική παράμετρο της σχέσης μεταξύ Ρωσίας και Ελλάδας, εξίσου επίκαιρη στις ημέρες μας. Η επιλογή ή μη της Ελλάδας από τη Ρωσία ως στρατηγικού εταίρου, εξακολουθεί να αποτελεί κρίσιμης σημασίας διακύβευμα για το μέλλον και των δύο χωρών. Όσες φορές η Ρωσία αποφάσισε να απομακρυνθεί από την Ελλάδα έβλαψε επίσης τα συμφέροντα της. Η Ρωσία, με την Τουρκία ως μεγάλη δύναμη στο μαλακό της υπογάστριο και ουσιαστικά χωρίς την αξιωματική παρουσία της Ελλάδας, θα αναγκασθεί να σμικρύνει σημαντικά τη γεωπολιτική της φιλοδοξία και, ενδεχομένως, θα επανέλθει στην εσωστρέφειά της.


[1] Ανακοίνωση στη Συνδιάσκεψη με θέμα: "Ι.Καποδίστριας και σύγχρονες ρωσοελληνικές σχέσεις". Με την ευκαιρία της επίσκεψης στην Ελλάδα της ρωσικής αντιπροσωπείας, με τον ΥΠΕΞ Σ.Λαβρόφ. 30/10/2013, στο Ξεν. Κάραβελ

Publié par George Contogeorgis






Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2017


Γεώργιος Κοντογιώργης (Georges Contogeorgis) :

"Δύο πράγματα είναι άπειρα. Το σύμπαν και η ανθρώπινη βλακεία. Για το σύμπαν δεν είμαι βέβαιος" (Αϊνστάιν) .Θα προσέθετα για την ακρίβεια ότι η βλακεία όταν συνάδει με το ιδιώνυμο της επιδεικτικής αμάθειας και της κομματικής κλωνοποίησης είναι αδιαπέραστη. Όπως το ντουβάρι .. ..."



Γ.Κ.
(...) Όλο αυτό που λέγεται μεταρρύθμιση, εστιάζεται αποκλειστικά -αυτό που τους υποχρεώνει η Τρόικα- στον διάλογο. Δηλαδή, στο πώς θα συγκεντρωθούν χρήματα, για να ικανοποιηθεί -ευλόγως βέβαια για την ίδια- η οικονομική ανάγκη/υποχρέωση που έχει η χώρα.

Το ερώτημα «πώς θα βγούμε» από αυτήν την χοάνη στην οποία έχουμε μπει, στον βυθό, δεν τίθεται. Και δεν τίθεται, με πραγματικούς όρους! Γιατί σε επίπεδο ρητορικής ακούμε μεγαλοστομίες, το ακούσαμε και πρόσφατα με την υπόθεση διοικητικής μεταρρύθμισης που εξήγγειλε ο υποτιθέμενος πρωθυπουργός, και που, ουσιαστικά αυτό που δηλώνει είναι ότι έχουν πλήρη συνείδηση του τι συμβαίνει, έχουν πλήρη συνείδηση του τι πρέπει να γίνει, αλλά και, έχουν πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΓΙΝΕΙ.

Είναι ενδιαφέρον να προσέξουμε τι εξήγγειλαν ως εθνική μεταρρύθμιση στο πεδίο της δημόσιας διοίκησης. Προσλήψεις πτυχιούχων (αφήστε την ρητορική στο εξωτερικό, που θα αφήσει μερικές χιλιάδες το μήνα που παίρνει, για να έρθει στην Ελλάδα να παίρνει 300 ή 500 ευρώ) αλλά εξαγγελία προσλήψεων καινούριων. Αντιλαμβάνονται δηλαδή το κράτος, ως το λάφυρο το οποίο θα διαμορφώνει την σχέση τους με την κοινωνία. Ξέρετε, αν δεν δοθούν οι προϋποθέσεις αυτονομίας, οικονομικής αυτονομίας του πολίτη, εξακολουθεί να είναι υποκείμενο της πελατειακής σχέσης, δηλαδή μιας προσωπικής σχέσης που θα διαμορφώνεται μεταξύ του πολιτικού και του πολίτη. Με άλλα λόγια, η λογική των καταληψιών των πανεπιστημίων που αυτή τη στιγμή καταδολιεύουν το κράτος, όλα αυτά τα παράσιτα του 3% τα οποία διακινούσαν τον βίο τους μέσα από την νομή του κράτους, σε διάφορους τομείς τους οποίους έλεγχαν. Με επικεφαλής τον πρωθυπουργό. Όλα αυτά τα σαπρόφυτα ουσιαστικά, τα παράσιτα της κοινωνικής μας ζωής, του δημοσίου χώρου, είναι αυτά που σήμερα σκέφτονται με τους ίδιους όρους: πώς θα δημιουργήσουν ένα μη παραγωγικό, ένα παρασιτικό κράτος, το οποίο θα είναι λάφυρο στις επιλογές τους.

Δεν αγγίζουν τους πυλώνες της καταστροφής. Και γι΄αυτό παραμένουμε στον βυθό. Πανηγυρίζουν τώρα, ότι η οικονομία θα σταθεροποιηθεί και θα επέλθει ανάπτυξη. Ξέρετε πόσο τραγικό είναι αυτό; Να μας δηλώνουν ότι έχουν οδηγήσει σε μια καταστροφή και δεν έχουν πρόθεση να αλλάξουν τις συνθήκες μέσα στις οποίες οδηγηθήκαμε σε αυτή την καταστροφή. Δηλαδή, μας υπόσχονται ότι θα έχουμε και στο μέλλον, στο όνομα της δικής τους κατοχής του κράτους, τις ίδιες προϋποθέσεις για να ετοιμάσουν την επόμενη συρρίκνωση και καταστροφή της χώρας. Την μεταβολή της δηλαδή από μια λαμπρή χώρα σε ένα συνονθύλευμα, σε έναν χώρο που δεν θα γνωρίζουμε ο ένας τον άλλον, που θα είμαστε απλώς τα παρακολουθήματα των όσων θα συμβαίνουν στην χώρα λόγω της εξάρτησή της από τον εξωτερικό παράγοντα στον οποίο στον οποίον μας έχουν υποβάλλει.

Φτάνουμε σήμερα στην διακοσιοστή επέτειο της ελληνικής Επανάστασης και, εξακολουθούμε να διαχειριζόμαστε το ελληνικό πρόβλημα με τους όρους της ήττας. Του βαθέματος δηλαδή της καταστροφής στην οποία έχουμε οδηγηθεί από τότε και που τώρα έχουμε φτάσει στο τελικό στάδιο. Δεν είναι τυχαίο ξέρετε ότι, εχθρεύονται τόσο πολύ την κοινωνία. Η κοινωνία είναι ο πρωταρχικός εχθρός τους γιατί ποτέ δεν τους έδωσε νομιμοποίηση. Ποτέ δεν τους αγκάλιασε. Και, παρ΄όλα αυτά, βρίσκονταν στον πυρήνα του κράτους, έχοντας μεταβάλλει και λειτουργώντας τον δημόσιο χώρο (όπου κι αν ηγεμόνευσαν) ως ιδιωτική τους υπόθεση. Ως ιδιωτικό χώρο. Αυτό λοιπόν, προκύπτει και μέσα από τον τρόμο που έχουν όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με αυτό που αποκαλείται σήμερα αριστεία. Δηλαδή με την θέληση του καθενός να ξεχωρίσει και να δώσει τον καλύτερο εαυτό του και για τον ίδιον αλλά και για την χώρα. Όταν τους μιλήσετε για την ανάγκη το άτομο αυτό (οποιοδήποτε είναι) να ενταχθεί μέσα στην συλλογικότητα και να λειτουργήσει με τους όρους της συλλογικότητας άρα και ο πολιτικός, βγάζουν σπυράκια. Παθαίνουν αλλεργία. Η κοινωνία είναι ένα ιδιωτικό συνονθύλευμα στο οποίο αυτοί θα είναι ηγεμόνες και καθοδηγητές. Δεν μπορούν να δουν αλλιώς την σχέση τους με την κοινωνία. Γι΄αυτό και, στο παρελθόν ξέρετε, όταν γινόταν μια αυτοκτονία την έκαναν πρώτο θέμα. Τώρα τη θάβουν. Γι΄αυτό και στο παρελθόν είχαμε τα φαινόμενα της ανομίας και της έκνομης συμπεριφοράς τα οποία υιοθετούσαν και εκ των υστέρων, τώρα, οι ίδιοι μετέβαλαν την έννοια της νομιμότητας σε πολιτικό διακύβευμα. Δηλαδή εφαρμογή της κατά βούλησιν. Εκεί που μας συμφέρει ή όχι. Όταν τους ρωτούσαν πώς βλέπουν τα πράγματα, δηλαδή πώς θα αλλάξει το δημόσιο, πώς θα αλλάξουν τα μέσα ενημέρωσης, ξέρετε τι απαντούσαν; «θα φτιάξουμε ένα φιλικό περιβάλλον». Θα αλλάξουμε δηλαδή τους ηγεμόνες στον κάθε τομέα για να ελέγχουμε εμείς τα πράγματα αντί για τους άλλους. Κι αυτό το θεωρούν προοδευτικό διακύβευμα. Αυτό, είναι το μεγάλο πρόβλημα. Δηλαδή, ό,τι και να γίνει με την οικονομία, οι πυλώνες της καταστροφής θα είναι παρόντες. Και από την στιγμή που οι αγορές, η Τρόικα, ή οι ηγεμόνες της Ευρώπης αν θέλετε, θα έχουν το πάνω χέρι στα ελληνικά πράγματα, γιατί μόνον έτσι μπορεί να λειτουργήσει η ελληνική πολιτική τάξη και ιδίως η Αριστερά. Έτσι βρίσκει νομιμοποίηση παρένθετη μέσω της εισαγωγής συμπληρωματικής ασφάλειας για τον εαυτό της. Τότε θα αρχίσουμε να διερωτόμαστε γιατί συμβαίνουν πάλι τα ίδια πράγματα. (...)


Στην συνέχεια διαβάστηκε πρόσφατο κείμενο του Σωτήρης Αμάραντος από τον Πέτρος Ιωάννου:
«Πώς είναι δυνατόν, ο αγράμματος Έλληνας του 17ου αιώνα, κάτω από την τουρκική κατάκτηση, να αποφασίζει για τη συλλογική του μοίρα, στο εσωτερικό των κοινών-κοινότητας, ενώ ο σύγχρονος εγγράμματος απόγονός του, να περιορίζεται είτε στην πολιτική παθητικότητα είτε στην αγελαία ενσωμάτωση στον αυταρχικό μηχανισμό των κομμάτων όλων των νεωτερικών ιδεολογιών, από την άκρα Δεξιά ως την άκρα Αριστερά;
Είναι αδιανόητο και ταυτόχρονα θλιβερό, ένας Λαός, ο οποίος εδώ και δυόμιση χιλιάδες χρόνια ήταν σε θέση να επιλέγει ειρηνικά και ελεύθερα, μέσα από συνελεύσεις, τον Νόμο που θα διέπει τον συλλογικό του βίο, να διχάζεται και να επιστρατεύει όλες του τις δυνάμεις στην προάσπιση της μιας ή της άλλης ολοκληρωτικής ιδεολογίας.» (Σωτήρης Αμάραντος 29 Αυγούστου 2017).

Γ.Κ.
"Η επισήμανση του Σωτήρη του Αμάραντου απαντά στο ερώτημα: ποιος αποφασίζει;
Την εποχή εκείνη, και μέχρι την απελευθέρωση, την υποτιθέμενη απελευθέρωση, αποφάσιζαν οι κοινωνίες για τα πεπραγμένα, για τις πολιτικές που θα ακολουθούσαν γι΄αυτούς που θα ήταν εντεταλμένοι να ασκήσουν την άμεση καθημερινή διοίκηση. Σήμερα, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, αποφασίζει ο ένας και μάλιστα μπορεί με έπαρση να δείχνει το δάχτυλο στην κοινωνία και της λέει: έτσι γουστάρω, έτσι μ΄αρέσει, κόψε τον λαιμό σου, εσύ φταις που με εξέλεξες, που, εν πάση περιπτώσει με επέλεξες μεταξύ των μονομάχων, θα με τρως στην μούρη, χωρίς να έχεις το δικαίωμα να αντείπεις επί τέσσερα χρόνια, ό,τι και να σου κάνω.

Δυόμισι χρόνια λοιπόν, ζούμε μέσω αυτής της κυβέρνησης την κορύφωση της εξάρτησης, γιατί η εξάρτηση δεν είναι μόνο σε θεσμικό επίπεδο αλλά την έχουν περιβάλλει και με ιδεολογική κάλυψη.

Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί την μεγάλη χαρά των αγορών. Διότι έρχεται αυτός που δηλώνει στο ρητορικό επίπεδο αντίπαλος, να πραγματοποιήσει τις πιο ακραίες νεοφιλελεύθερες εκδοχές του πράγματος. Και μάλιστα, διατηρώντας απολύτως στάσιμες όλες τις μεταρρυθμίσεις, κρύβοντας τες ιδεολογικά, καλύπτοντάς τες κάτω από το χαλί, που θα έπρεπε να αναλυθούν σε πρώτη προτεραιότητα προκειμένου να οδηγηθούμε έξω από τις εξαρτήσεις αυτές. Είναι η καθαγίαση της λογικής της ιδεολογίας των αγορών και, της πλέον αντιδραστικής λογικής του διαφωτισμού του 18ου αιώνα. Οι άνθρωποι αυτοί, αν τους παρακολουθήσετε και έχετε γνώση του πώς εξελίχθηκε διανοητικά και πραγματολογικά η Ευρώπη, θα διαπιστώσετε ότι έχουν μείνει σε επίπεδο διαλόγου -σκέψης δηλαδή- στην εποχή του 18ου αιώνα. Και μάλιστα με τους όρους του παρασίτου. Του μηρυκαστικού. Γιατί δεν έχουν πρωτοτυπία σκέψης. Αναπαράγουν χρησιμοποιώντας την παρασιτική τους λογική, όπως ο Προκρούστης το κρεβάτι του για να προσαρμόσει τον περαστικό από την κακιά σκάλα όπου τον είχαν τοποθετήσει. Προσαρμόζουν την ελληνική κοινωνία σε αυτό. Θυμάστε πριν από λίγα χρόνια, μετά την μεταπολίτευση, είχε βγει στην επιφάνεια και διακινούνταν από την λεγόμενη Αριστερή διανόηση (την βαθιά αντιδραστική διανόηση δηλαδή του ελληνικού κόσμου) η ιδεολογία του «κομπραδορισμού». Είμαι λέει, αστική τάξη «κομπραδόρικη». Μια κοινωνία, που ιστορικά ήταν η μόνη που είχε οικουμενική, μάλιστα αστική τάξη και δεν κοίταξε να τη βγάλει μετά την φεουδαρχία γιατί δεν υπήρχε. Μια κοινωνία της οποίας ποτέ δεν επέτρεψε αυτό το κράτος να ενσωματωθεί η αστική αυτή τάξη στον ελληνικό κρατικό κορμό, έρχεται να της προσάψει αυτής της κοινωνίας αυτό το οποίο διέπραξε το κράτος και διακίνησαν οι ίδιοι ιδεολογικά. Δηλαδή, το γεγονός ότι δεν είχε αστική τάξη. Η αστική τάξη υπήρχε, δεν της επέτρεψαν να μπει μέσα. Γι' αυτό και επιμένω ότι, η ιστόρηση των πεπραγμένων της ελληνικής κοινωνίας με βάση τα πεπραγμένα του κράτους (που είναι Αριστερή επιλογή) είναι η πιο βαθιά αντιδραστική προσέγγιση όχι μόνο της ελληνικής κοινωνίας και των πεπραγμένων αυτής της χώρας, αλλά γενικά στην επιστήμη. Διότι, δεν ιστορείς τον βίο ενός ανθρώπου με βάση τα πεπραγμένα του βιαστή του, αλλά με βάση τα πεπραγμένα του ίδιου ο οποίος υπέστη και τον βιασμό. Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα με την Αριστερά. Διότι είναι το μόνο το οποίο μπορεί να τους επιτρέψει να είναι στον αφρό (να είναι στην επιφάνεια). Δηλαδή, η παρασιτική και μηρυκαστική λογική μιας ιδεολογίας που νομιμοποιεί τα πεπραγμένα της και όχι τα πεπραγμένα μιας ολόκληρης κοινωνίας. Διότι δεν έχουν. Η στάση του, (διαχρονικά όλοι αλλά με σημειολογικό ενδιαφέρον) αυτοί που ανέλαβαν το υπουργείο παιδείας, από τους Μπαλτάδες και τους άλλους μέχρι τον Γαβρόγλου σήμερα, να εχθρεύονται την αριστεία, δηλαδή την διαγκωνιστική σχέση που μπορεί να έχει κανείς με τον χώρο στον οποίο επέλεξε να ζήσει. Τις σπουδές του ή οπουδήποτε αλλού. Αυτή η εχθρότητα, η απέχθεια, έχει να κάνει με τον εαυτό τους. Διότι γνωρίζουν ότι αυτοί δεν μπήκαν ποτέ σε αυτή την διαδικασία διαγκωνισμού για να ξεχωρίσουν τα δικά τους πεπραγμένα. Ήταν παράσιτα. Το γνωρίζουμε όσοι ζούσαμε στο πανεπιστήμιο και δεν είμαστε δεμένοι με αυτή την λογική βρεθήκαμε απέναντι, το γνωρίζουμε αυτό και μπορούμε να πούμε τα ονόματα τα οποία σήμερα κυβερνάνε. Τι θα πείτε για έναν ο οποίος το ΄82 μπαίνει στο πανεπιστήμιο, μέχρι το ΄84 -΄85 περνάει κάνα δυό χρόνια μερικά μαθήματα και μόλις ανεβαίνει στην εξουσία ξαφνικά χωρίς να πατήσει στο πανεπιστήμιο, χωρίς να πατήσει σε αίθουσα, όντας κυβερνητικός παράγοντάς, να περνάει όλα τα μαθήματα και να αποκτά το πτυχίο του; Και να έχει να επιδείξει ένα πτυχίο διότι μέχρι τώρα δεν του χρειαζότανε ως παράσιτο. Αυτό είναι μια πραγματικότητα όμως την οποία περιγράφω τώρα. Γι' αυτό λέω, η πιο ακραία εκδοχή της κομματοκρατίας, της δυναστικής και παρασιτικής κομματοκρατίας που χρησιμοποιεί το κράτος ως πρυτανείο σίτισης και λάφυρο, είναι αυτή η κυβέρνηση. Με επικεφαλής τον πρωθυπουργό. Διότι εκεί γιγαντώθηκε, εκεί ανδρώθηκε, εκεί διδάχθηκε τι σημαίνει κοινωνία και τι σημαίνει πολιτική και κοινωνική σχέση κι αυτή έρχεται να εφαρμόσει. Δεν μπορεί να βγει να υπερβεί τον εαυτό του. Για αυτό και βλέπουμε αυτήν την διαχείριση που γίνεται σήμερα. (...)

(...) Η εμμονικότητα των αρχαίων -και ιδίως της διανόησης- με τον νόμο, δεν εστιάζεται μόνο στον Αριστοτέλη. Είναι διαχρονική και αφορά όλους. Κι ο Ισοκράτης τα ίδια λέει κι όλοι τα ίδια λένε. Θεωρούν δηλαδή τον νόμο με την απαρέγκλιτη εφαρμογή του, άρα και την καταστολή της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς, γιατί είναι το πρωταρχικό μέσον για να εθιστεί κανείς με το νόμο, όταν δεν επιβραβεύεται η παρέκκλιση, αποτέλεσε τον πυρήνα για την ελευθερία. Διότι μας λένε ότι ο νόμος δεν προστατεύει μόνο τον αδύναμο, του δημιουργεί τις βάσεις πάνω στις οποίες θα στηριχθεί για να δώσει τον καλύτερο εαυτό του. Για να αισθανθεί εμπιστοσύνη στον εαυτό του, χρήσιμος για την κοινωνία, να ενταχθεί μέσα στην συλλογικότητα. Ο νόμος βάζει τις βάσεις για να ξέρουμε τους κανόνες πάνω στους οποίους θα στηριχθούμε ώστε να αποφύγουμε την αυτοδικία. Άρα λοιπόν, όταν κάνουμε επιλεκτική εφαρμογή του νόμου, όταν ο νόμος είναι ελατήριο το οποίο το χρησιμοποιούμε για να δημιουργούμε προσωπικές καταστάσεις, προσωπικές εύνοιες ή για να διαφυλάττουμε τους οικείους έναντι των άλλων, σημαίνει ότι η ανομία ή η παραβατικότητα ανάγονται σε στοιχείο επιβράβευσης και συνεπώς η άρχουσα πολιτική τάξη η οποία διαμορφώνει τα πράγματα διδάσκει με τον τρόπο της την ανομία και στην κοινωνία. Αυτό το γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά στην Ελλάδα διότι η ανομία και η παραβατικότητα, δηλαδή η υπέρβαση και η πολιτική εφαρμογή του νόμου, αποτέλεσαν την σταθερά για να μπορεί ένας πολίτης να έχει αυτά που σε μια ευνομούμενη χώρα θα τα είχε αυτοδικαίως ως πολίτης. Πρέπει να έχεις μέσον, πρέπει να είσαι παράνομος, πρέπει να έχεις όλες τις προϋποθέσεις της συγκολλητικής δυνατότητας με την πολιτική τάξη από την τελευταία βαθμίδα μέχρι την ανώτερη, για να έχεις αυτό που θα δικαιούσαι σε μια άλλη χώρα ως πολίτης. (...)

(...) Ο Βασίλειος ο Μακεδών, είναι αυτός ο οποίος επιστατούσε καθημερινά για να δει εάν η δικαιοσύνη παρείχετο με τον τρόπο που έπρεπε να παρέχεται. Και όταν κάποτε διαπίστωσε ότι δεν πήγαιναν κόσμος στο κεντρικό δικαστήριο για να προβάλλει ενστάσεις ή για να διαμαρτυρηθεί για το φορολογικό σύστημα και λοιπά, ανησύχησε κι έστειλα κόσμο να διερευνήσει στην αγορά της Κωνσταντινούπολης τι συνέβαινε. Για ποιον λόγο δεν πήγαιναν. Και δήλωσαν βέβαια ικανοποιημένοι. Γιατί παρείχετο η δικαιοσύνη. (...)

Π. Ι.: Είναι ατυχής ο όρος «Μεσαίωνας» στο Βυζάντιο, στην Ανατολή;

Γ. Κ.
Κοιτάξτε. Είναι ατυχής. Τόσο για την Δύση όσο και για την καθ΄ημάς Ανατολή. Ο ελληνικός κόσμος δεν πέρασε από τον λεγόμενο Μεσαίωνα. Δηλαδή, δεν έγινε φεουδαλικός. Διότι ακολούθησε γραμμική εξέλιξη κατά τρόπο νομοθετικό, δηλαδή, ταυτολογικά ισοδύναμο της αρχαιότητας. Με θεμελιώδης κοινωνίες της πόλης, με εταιρική οικονομία και όχι εξαρτημένη ιδιοκτησιακά, με όρους ελευθερίας και δημοκρατίας. Αυτό το φαινόμενο δεν το αντέχει η νεοτερική επιστήμη να το δεχθεί και γι΄αυτό έχει αναγάγει το Βυζάντιο ως ξένο πολιτισμό. Δηλαδή το έχει εκβάλλει από την ιστορική εξέλιξη για να τοποθετήσει εκεί την φεουδαρχία. Αυτό δηλαδή που ήταν, το απόβλητο, της εξέλιξης του ελληνικού και στη συνέχεια του ρωμαϊκού κόσμου. Διότι, τι συνέβη στη Δύση; Έπαψε να είναι ανθρωποκεντρική (δηλαδή με όρους ελευθερίας συντεταγμένες οι κοινωνίες) και περιήλθε στην φεουδαρχία. Φεουδαρχία δεν είναι η συνέχεια. Είναι χειρότερο και από την ασιατική δεσποτική εκδοχή της φεουδαρχίας, αυτό που συνέβη στη Δύση. Αυτό λοιπόν, όταν το χρησιμοποιεί κανείς για το Βυζάντιο, ουσιαστικά εγκληματεί εναντίον της ιστορίας, και πρακτορεύει ουσιαστικά την ιδεολογική επιλογή του δυτικού κόσμου που ηγεμόνευσε στην συνέχεια αλλά, ακόμη και για την Δύση η εκβολή της, η έκπτωσή της από την εξελικτική λογική του ελληνικού και του ρωμαϊκού κόσμου (δηλαδή τον ανθρωποκεντρισμό) έχει να κάνει όχι με μια μέση περίοδο (Μεσαίωνα) αλλά με μια εκβολή από αυτή την εξέλιξη. Δηλαδή βγήκε από την Ιστορία. Όλο αυτό γίνεται για να τοποθετηθεί η Δύση ως η γέφυρα μεταξύ της αρχαιότητας και της νεοτερικότητας και ουσιαστικά για να αποτελέσει το σημείο αναφοράς, τον κόμβο, για την ιστορική εξέλιξη των κοινωνιών. Δεν μπορεί να είναι ένα προσάρτημα, ένα περιθώριο, κεντρικός πυρήνας, κόμβος στην Ιστορική εξέλιξη. Έχει εκ βληθεί από την Ιστορία στη περίοδο αυτή του λεγόμενου Μεσαίωνα ο δυτικός κόσμος. Ξανά εισέρχεται στην Ιστορία κάποια στιγμή και, με την πορεία -για λόγους που δεν είναι του παρόντος- γίνεται ο ηγεμόνας του νεότερου κόσμου. Αλλά, δεν υπάρχει Μεσαίωνας. Ο Μεσαίωνας είναι μόνο σε ό,τι αφορά κατ οικονομίαν ο δυτικός κόσμος, η δυτική Ευρώπη που γίνεται ακριβώς μια φεουδαλική εκδοχή του πράγματος. Δηλαδή βγαίνει έξω από το ιστορικό γίγνεσθαι του ανθρωποκεντρισμού.

Προπαγανδίζουν, κάνουν ιδεολογία ξένη προς τον ελληνικό κόσμο, προς την Ιστορία και είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα -το έχουμε πει πολλές φορές- ότι διδάσκουν και την ιστορική εξέλιξη με τα μάτια μιας ψευδούς Ιστορίας που θέλει να δικαιώσει την ηγεμονία των σημερινών ηγεμόνων αλλά κυρίως που δημιουργεί τη ρήξη, διδάσκει τη ρήξη, με την ανθρώπινη γνώση. Τις έννοιες. Ξέρετε πολύ καλά ότι οι κορυφαίοι θιασώτες της ολιγαρχικής λογικής του συστήματος -που διδάσκουν επομένως τον Διαφωτισμό και παθαίνουν αλλεργία αν τους πει κανείς ότι οι Έλληνες ζήσανε σε καθεστώς δημοκρατίας ακόμα και υπό τους όρους της οθωμανικής κατοχής- είναι η άρχουσα Αριστερά."


...η διαφωτιστικότατη αυτή συζήτηση συνεχίζεται στο βίντεο που ακολουθεί:


ΑΚΡΟΒAΤΕΣ ΤΟΎ ΟΝΕΊΡΟΥ .. με τον Πέτρο Ιωάννου στον Spor news 90,1

Γιώργος Κοντογιώργης, Η Ελλάδα στην αιχμαλωσία ή αιχμή του δόρατος της εξέλιξης; 02.09.2017
http://contogeorgis.blogspot.gr/2017/09/blog-post.html
Απομαγνητοφώνηση συνέντευξης, Ελένη Ξένου.








Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2017

Η ΙΕΡΟΤΗΣ ΤΟΥ ΕΛΑΙΟΔΕΝΔΡΟΥ

Η ελαία του Ερεχθείου ~ Η Ιερή Ελιά του Πλάτων



Δεύτε λάβετε φως.

Ήτο κότινος αρχικώς η ελαία του Ερεχθείου; ήτο η πρώτη ήμερη εληά, την οποίαν εφύτευσεν η Αθηνά υπέρ της πόλεώς της; ήτο το δόρυ της, που το έμπηξε εις το έδαφος θυμωμένη με τον Ποσειδώνα και εφύτρωσε θαλλούς; ήτο η ίδια η Αθηνά, εμφανισθείσα υπό μορφήν ελαίας; ήτο το πρώτον της άγαλμα σχηματισθέν με τον κορμόν της ελαίας αυτής;
Ό,τι και αν ήτο, η ελαία του Ερεχθείου, εθεωρείτο ώς δενδρον πανίερον, το δέ λάδι της εχρησιμοποιείτο δια την άσβεστον λυχνίαν της Αθηνάς.
Όλβιος εκείνος, του οποίου εστεφάνωσαν την κεφαλήν με κλάδον της ελαίας αυτής!
Με τέτοιον κλάλον εστεφάνωσαν τον Αριστοφάνην μετά την θριαμβευτικήν παράστασιν των «Βατράχων» του. 
Ο λαός των Αθηνών, που επλησίαζε την Ελαιαν του Ερεχθείου με απαράβλητον ευλάβειαν, της έδενε και κορδελλάκια, της εκρεμούσε και στεφάνους και ποικίλα αναθήματα και καρπούς.
Και όταν, κατά τα Περσικά, κατέκαυσαν οι βάρβαροι και την ελαίαν αυτήν του  Ερεχθείου, την επιούσαν, που διετάχθηκαν από τον Βασιλέα να ανέλθουν εις την Ακρόπολιν, και να προσφέρουν θυσίας, είδαν, όπως λέγουν τα παλαιά Συναξάρια, με απορίαν των, την καϋμένην εληά να έχη πετάξη βλαστάρι ίσα με έναν πήχυν.
Από την ελαίαν αυτήν, την ιεράν, κατά τους θρύλους, εδημιουργήθησαν αι δώδεκα ελαίαι της Ακαδημίας -δεύτε λάβετε φως!- αντιστοιχούσαι, ως λέγεται, πρός τας δώδεκα πύλας της. Αυταί δε μεταλαμπαδεύθησαν κατόπιν, και τιουτοτρόπως εδημιουγήθη ολόκληρον το ιερόν δάσος των Αθηνών. Αλλά αι εις την Ακρόπολιν επάνω υπήρχον και άλλαι ελαίαι -το μόνον δένδρον, που εναρμονίζεται με αρχαίτητας- όλα δέ τα ιερά της Αθηνάς περιείχον ιεράς ελαίας (μορίας). Πολλά δ΄εξ αυτών περιεκυκλούτο από ελαιώνας ολοκλήρους. Σηκός εθεωρείτο ο περίβολος των Ελαιώνων αυτών, και τα κουφώματα κάθε έληάς του, ήσαν κόγχαι αναθηματικαί.




Η γενίκευσίς όμως της ελαίας, ως παραγωγικού δένδρου, οφείλεται, μαζί με πολλά άλλα, εις τον Πεισίστρατον. Ούτω δέ την Αττικήν, «πρότερον ψιλήν και άδεδρον ούσαν», την κατεφύτευσαν με ελαιόδενδρα, «Πεισιστράτου προστάξαντος».
Προστίθεται δέ και η πληφορία, ότι διετάχθηκαν οι ακτήμονες πολίται, να ΄βουν είς τους αγρούς, να ενδυθούν το σιγούνι των χωρικών και να φυτεύσουν ελαιόδενδρα. Τους έκαμε δηλαδή κτηματίας με το στανιό.
Πέλαγος ολόκληρον ελαιοδένδρων προήλθεν από αυτήν την εμφύτευσιν του Πεισιστράτου. Τις οίδε, κανένα κούφταλον εληάς, λησμονημένον σε καμμιά πλαγιά βουνού της Αττικής, αν δεν είναι λείψανον του εκπολιτιστικού εκείνου οργαμού!...
Το εισόδημα των ελαιώνων ανήκεν εις τους διαφόρους ιδιοκτήτας, με πολύ περιωσμένας διατάξεις, δια τα προς τας ελαίο-παραγωγούς αυτάς προσωπικότητας δικαώματα. Αλλά δεν είχον παραχωρηθή τα αυτά δικαιώματα και διά τας ιεράς ελαίας.
Τα κατσίκια όμως, τα οποία τρελλαίνονται διά τους θαλλούς του ελαιοδένδρου, ούτε να τα πλησιάσουν ετολμούσαν. Διά τούτο όχι μόνον ήτο απηγορευμένη η άνοδος κατσίκας είς την Ακρόπολιν, όχι μόνον δεν έτυχεν αυτή ποτέ της τιμής να θυσιασθή είς βωμόν, αλλ΄ούτε το κατσικίσιο γάλα επετρέπετο να το πιη η ιέρια της Αθηνάς.




Και εις τους κατόπιν χρόνους διετήρησε την θέσιν της η ελαία, εκπροσωπούσα την αγιότητα είς τη Εκκλησίαν και την ευτυχίαν εις τον οίκον. Το δε μυστήριον του ευχαίου καταδεικνύει, την συνεχή και αμείωτον της εληάς εις την συνείδησιν του Γένους.
Και ποιός δεν είδε την καλή γρηούλα με ένα καταπάστρικο βαμπακάκι να παίρνη ολίγο αγιασμένο λαδάκι από την καντήλα της Αειπαρθένου, δια να ξαναδώση την νεανικήν δύναμιν στη ματιά της, η δια ν΄αποσταυρώση το εγγόνι της;
Και ποιός δεν είδε την ευλαβή γρηούλα να γονατίζη, να κάνη μετάνοιες και κατόπιν αίρουσα τας χείρας προς τον προστάτην της Άγιον να μουρμουρίζη τας δεήσεις της και να άπτεται της καντήλας του;
Μεταξύ των ποικίλων πληροφοριών δια τον Ευαγγελιστήν Λουκάν, είναι και το ότι τον εκρέμασαν είς μίαν εληά. Αν τούτο είναι αληθές, βεβαίως ο καλλιτέχνης Άγιος θα το εθεώρησεν, ως ιδιαιτέραν εύνοιαν της Θείας Προνοίας,




ΦΟΒΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΣ

«Φύτευμ΄αγήρατον, αυτόποιον,
εγχέων φόβημα δαϊων,
ο τάδε θάλλει μέγιστα χώρα,
γλαυκάς παιδοτρόφου φύλλον ελαίας
το μέντις ούθ΄αβός, ούτε γήρα
σημαίνων αλιώσει χειρί πέρσας
ο γαρ αιέν ορώ κύκλος
λεύσσει νιν Μορίου Διός,
χά γλαυκώπις ΄Αθάνα.»

Τ΄ ακούτε λοιπόν; Το άγρυπνον μάτι του Θεού θα τιμωρήση εκείνον που καταστρέφει τα ελιόδενδρα, κ΄η Παναγιά θα του κουλάνη το χέρι.
Δεν σημαίνει τίποτε αν ο Σοφοκλής, που τα λέγει αυτά, είχεν άλλον Θεόν και άλλην Παναγιά. Η Δύναμις, η προστατευτική του ευεργετικού δένδρου και η τιμωρός του κακοποιού ανθρώπου, είναι πάντοτε μία και η αυτή.
Δεν βλέπετε τί έπαθεν ο Αλιρρόθιος, με όλον που ήτο υιός του Ποσειδώνος; Διά να εξυπηρετήση τα εναντίον της Αθηνάς πάθη του πατρός του, επήγε κρυφά τα μεσάνυχτα να κόψη την ιεράν ελαίαν του Ερεχθείου, και η πρώτη τσεκουρι, αντί να κτυπήση την εληά, εκτύπησεν αυτόν τον ίδιον και τον εσκότωσε. Από τον θάνατον δε αυτόν (μόρον) θέλουν να ειπούν, ότι παράγεται το όνομα της ιεράς ελαίας (μόρια), ενώ άλλοι σχετίζουν το όνομα με το μοίρασμα του καρπού.
Τώρα πώς κατώρθωσεν ο άτυχος και σκανδαλιάρης Αλιρρόθιος να ξανασκοτωθή απόν Άρην, είναι άλλο ζήτημα.
Του Θεού το μάτι και της Παρθένου την οργήν εφοβήθησαν και οι Πελοποννήσιοι κατά τον πρώτον έτος του πολέμου και απεσύρθησαν έντρομοι, μόλις επλησίασαν είς τον έλαιώνα των Αθηνών. Και έπρεπε να ευρεθή ένα Σύλλας διά να βάλη χέρι και είς τα ιερά των Αθηνών άλση, αδιαφορών και δια το δόρυ της Ατρυτώνης Αθηνάς και δια τον κεραυνόν του Μορίου Διός.




Δια τας αρχαίας Αθηνάς ημπορεί να ειπή κανείς, ότι η μεν γη ανήκεν είς τους κατοίκους, αι δε ελαίαι ανήκον εις την πόλιν. Αυστηρότατοι ήσαν οι νόμοι δια την χρήσιν και αυτών των ιδιοκτήτων ελαιοδένδρων. Από δύο μόνον ελαιόδενδρα τον χρόνον, και κατόπιν διατυπώσεων, ηδύνατο ο ιδιοκτήτης να ξυλευθή. Διά να κατορθώση δε να ξερριζώση ένα ελαιόδενδρο, έπρεπε κοντά στ΄άλλα, να πληρώση είς την πόλιν εκατόν δραχμάς, αι δέκα των οποίων ανήκον εις την Αθηνάν.
Ολόκληρος ιεραρχία υπαλλήλων υπήρχε δια την αυστηράν τήρησιν των υπέρ των ελαιοδένδρων νόμων.
Αν ερωτάτε δε και δια τας ιεράς ελαίας, όχι μόνον το εισόδημά των ανήκεν εις τα ιερά και εις την πόλιν, κατόπιν σειράς διατυπώσεων διά τον έλεγχον της περισυλλογής, ελαιοπαραγωγής και διαθέσεως, αλλ΄άν ετολμούσε κανείς να παραβλάψη ή να ξεριζώση καμμίαν από αυτάς, εδικάζετο είς τον Άρειον Πάγον και, ως γνωστόν, το δικαστήριον αυτό δεν εχωράτευε, καταδίκαζον εις θάνατον πάντα ελαιοκόπον και ελαιοφθόρον.




Ευλογημένος είναι πράγματι εκείνος που φυτεύει ελαιόδενδρα και καταραμένος όποιος τα καταστρέφει. Αυτό διδάσκουν οι αιώνες. Και θα είναι λυπηρόν πράγμα να αποθάνη κανείς, χωρίς να έχη φυτεύση με το χέρι του μιά εληά.
Κατά τούς αρχαίους χρόνους το να φυτεύση κανείς ένα ελαιόδενδρον, ισοδυναμούσε με το να ιδρύση έναν ιερόν της Αθηνάς. Αλλά και τώρα πάλιν είναι σαν να κτίση κανείς ένα εκκλησάκι της Παναγίας.





Ο ΑΝΑΔΡΟΜΑΡΗΣ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ
Δ. ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ
Σελ. 119-123
Αντιγραφή κειμένου, Ελένη Ξένου.